- δημαγωγώ
- δημαγωγώ, δημαγώγησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δημαγωγώ — (AM δημαγωγῶ, έω) [δημαγωγός] είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσα αρχ. 1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού 2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ… … Dictionary of Greek
δημαγωγώ — δημαγώγησα, είμαι δημαγωγός: Δεν μπορείς να γίνεις επιτυχημένος πολιτικός, αν δεν είσαι ικανός να δημαγωγήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημαγωγῶ — δημαγωγέω to be a leader of the people pres subj act 1st sg (attic epic doric) δημαγωγέω to be a leader of the people pres ind act 1st sg (attic epic doric) δημαγωγός popular leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγῷ — δημαγωγός popular leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημαγωγώ — έω, Α [δημαγωγῶ] δημαγωγώ μαζί με άλλον ή βοηθώ κάποιον στη δημαγωγία … Dictionary of Greek
αδημαγώγητος — η, ο [δημαγωγώ] αυτός που δεν παραπλανιέται ή δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς ή δημαγωγικά συνθήματα … Dictionary of Greek
αντιδημαγωγώ — ἀντιδημαγωγῶ ( έω) (Α) δημαγωγώ κι εγώ εναντίον κάποιου δημαγωγού … Dictionary of Greek
δημοκοπώ — (Α δημοκοπῶ, έω) [δημοκόπος] κολακεύω τον λαό, δημαγωγώ … Dictionary of Greek
δημοκοπώ — δημοκόπησα, ενεργώ δημοκοπία, δημαγωγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)